Η βραχεία ψυχοθεραπεία ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης είναι μια θεραπευτική παρέμβαση ορισμένης διάρκειας, κάτι που θέτει εξαρχής ερωτήματα, κυρίως σε σχέση με τη συμβατότητά της με την ψυχανάλυση. Τα ζητήματα που αφορούν την τεχνική, και συγκεκριμένα τη διάρκεια, απασχολούσαν διαχρονικά τον Freud. Στην αυγή της κλινικής του εργασίας ανησυχούσε για την πρώιμη αποχώρηση των ασθενών από τη θεραπεία, ενώ στη δύση της ζωής του τον απασχολούσε το ζήτημα των αναλύσεων χωρίς τέλος. Στην περίπτωση του ‘‘ανθρώπου των λύκων’’, αισθανόμενος ότι τα ‘‘οφέλη’’ της επένδυσης της ασθένειας ήταν υπερπολύτιμα στον ασθενή για να τα απωλέσει έναντι μιας υγιούςterraincognita, όρισε εκείνος το τέλος της θεραπείας, προκαλώντας τη γοργή άρση των αντιστάσεων στην αλλαγή. Σημείωσε ωστόσο ότι το ‘‘πειθαρχικό’’ αυτό μέτρο πρέπει να χρησιμοποιείται σπάνια. Η ψυχανάλυση οφείλει να δίνει απεριόριστο χρόνο στους ασθενείς τηρώντας απαράβατη την αρχή της ουδετερότητας του αναλυτή (Freud, 1914).
Ωστόσο από την εποχή του Φρόυντ και με το πέρασμα των χρόνων, εδραιώθηκαν μεταβολές του κλασικού πλαισίου του ντιβανιού, προκειμένου να αντιμετωπιστούν κυρίως οι λεγόμενες οριακές παθολογίες, οι νευρώσεις χαρακτήρα και οι ψυχώσεις. Έτσι θεσμοθετήθηκε η πρόσωπο-με-πρόσωπο ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, που εκ των πραγμάτων τοποθετεί τον αναλυτή σε πιο ενεργή θέση (Πανοπούλου-Μαράτου, 2004). Η κλασική ψυχανάλυση συναντιέται με τις διάφορες άλλες θεραπευτικές εκδοχές ψυχαναλυτικού τύπου στον κοινό τόπο του θεωρητικού πλούτου που θεμελίωσε ο Φρόυντ και οι μεταφροϋδικοί ψυχαναλυτές. Η ευελιξία της πρακτικής δημιούργησε τις προϋποθέσεις γέννησης ενός ρεύματος ψυχοδυναμικών ψυχοθεραπειών βραχείας διάρκειας (ερμηνευτική ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία, ψυχαναλυτική υποστηρικτική ψυχοθεραπεια κ.α.), που ξεκίνησε μεταπολεμικά, κυρίως στην Αμερική προκαλώντας ακόμα και σήμερα συγκρούσεις (Πανοπούλου-Μαράτου, 2004). Αξίζει να αναφερθεί ότι πολλοί ψυχαναλυτές δε δέχονται τις διαφορές μεταξύ διαφορετικών μεθόδων: κάτι που διαδραματίζεται εντός θεραπευτικού πλαισίου είτε είναι ψυχανάλυση είτε είναι κάτι εντελώς διαφορετικό (Ioannidis, 2006).
Από τη στιγμή που η ψυχανάλυση εδραιώθηκε ως μέθοδος νοηματοδότησης των ασυνείδητων πλευρών του πολύπλοκου ανθρώπινου ψυχισμού με σημαντικά θεραπευτικά οφέλη, ήταν αναπόφευκτη η είσοδός της σε θεραπευτικές δομές ψυχικής υγείας, όπου αν και δεν υιοθετείται η τεχνική της (το ντιβάνι απουσιάζει και ο ελεύθερος συνειρμός χωλαίνει κυρίως λόγω της φύσης των ψυχικών δομών των ασθενών), χρησιμοποιείται κυρίως ως θεωρητικό επιστέγασμα αλλά και μέσο εμπέδωσης μιας κοινής γλώσσας ανάμεσα στους θεραπευτές, που επιχειρούν να κατανοήσουν το δυσνόητο, ‘‘αλλοιθωρίζοντας’’ έστω προς την ψυχανάλυση (όπως έλεγε σε μια ομιλία του ο αείμνηστος Θανάσης Τζαβάρας).
Έτσι λοιπόν, η ψυχανάλυση εισέρχεται στη θεσμική κοινωνική οργάνωση και - πέρα από τις ουσιαστικές και δημιουργικές πλευρές ενός χώρου ψυχικής υγείας που προάγει τη σκέψη πάνω στα ζητήματα της ανθρώπινης ψυχικής οδύνης, συναντά κανείς κλινικές και θεωρητικές παγίδες, τις οποίες εκ προοιμίου θέτει μια θεραπεία με ψυχοδυναμικό υπόβαθρο αλλά χρονικά προσδιορισμένο τέλος και ‘‘θεματική’’ αφορμή έναρξης της θεραπείας (π.χ. η εξάρτηση από ουσίες), που ίσως αρκετά συχνά, έχει στοιχεία καταναγκαστικής ένταξης (χαρακτηριστική η ψυχαναλυτική εργασία του Claude Balier (1998) στη Γαλλία, με νέους-έγκλειστους σε φυλακές ύψιστης ασφαλείας, που έχουν διαπράξει βίαια σεξουαλικά εγκλήματα).
Σήμερα τα αιτήματα ψυχολογικής θεραπείας έχουν αυξηθεί ραγδαία, όπως και οι διάφορες θεραπευτικές μέθοδοι. Ωστόσο, λόγω χρηματικών και χρονικών ελλείψεων ή αντιστάσεων, οι αιτώντες επιλέγουν θεραπείες ‘‘επιδιορθωτικές’’ που δεν αγγίζουν την ασυνείδητη πλευρά του εαυτού. Ο Freud (1938) στη σύνοψη της ψυχανάλυσης, ψέγει τις συμπεριφοριστικές τεχνικές που αναπτύχθηκαν στην Αμερική, που επιχειρούν την οικοδόμηση μιας ψυχολογίας που θα παραβλέπει το θεμελιώδες γεγονός της ασυνείδητης ψυχικής λειτουργίας. Παρατηρούμε ότι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η επιλογή της θεραπευτικής μεθόδου είναι τυχαία, αλλά πολλές φορές αναφέρεται κανείς σε μια οποιαδήποτε θεραπεία ως ‘‘ψυχανάλυση’’, αντλώντας ψευδαισθητικά από την ετυμολογία, ό,τι δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε στο ελάχιστο από τη θεωρία και κλινική πράξη.
Μπορεί μια βραχεία, επί των συμπτωμάτων, διαχειριστικού τύπου θεραπεία να έχει άμεσα ανακουφιστικά αποτελέσματα; Ας υποθέσουμε πως ναι. Ο ψυχισμός που παράγει συμπτώματα εκφορτίζοντας έτσι τις ψυχικές συγκρούσεις, δεχόμενος από τη ‘‘θεραπεία’’ μια επίθεση στο επίπεδο του συμπτώματος που επιχειρείται να ‘‘ταπωθεί’’, δύναται να προωθήσει πολλές φορές αυτή την ανάγκη εκφόρτισης προς άλλες σωματοψυχικές οδούς, όπως συμβαίνει με τη μετατόπιση του συμπτώματος και τη σωματοποίηση. Μια θριαμβεύτρια επί του συμπτώματος θεραπευτική τεχνική, θα όφειλε να ερευνά σε μακροχρόνια βάση πιθανές μετατοπίσεις των συμπτωμάτων, προκειμένου να αξιολογηθεί με ουσιαστικό τρόπο και όχι με όρους θεραπευτικής αγοράς, η οποιαδήποτε θεραπευτική ‘‘επιτυχία’’.
Από την άλλη είναι δύσκολο να απαντηθεί το ερώτημα πως μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά μια face à faceβραχεία ψυχοθεραπευτική παρέμβαση ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης, με δεδομένες τις αντινομίες που θέτει το πλαίσιο αυτό σε σχέση με την ψυχανάλυση, που προάγει την αναμονή ως κοιτίδα της μεταβίβασης, και την προσεκτική ανάλυση του ασυνειδήτου. Σίγουρα αποτελεί μια ψευδαισθητική προσδοκία ότι κάποιος μπορεί σύντομα και με οποιοδήποτε τρόπο να λύσει χρόνιες ψυχικές συγκρούσεις, που παράγουν συμπτώματα που συνήθως αποτελούν προϊόντα μιας παράδοξης επανεμφάνισης απωθημένου ψυχικού υλικού.
Τι μπορεί να αλλάξει και ποια τα προβλήματα που έχει μια τέτοια μέθοδος που στερείται φυσιολογικά του προνομίου του - ψυχικού κυρίως - χωροχρόνου που επιτρέπει στο ιστόρημα του υποκειμένου να ξεδιπλωθεί; Η βραχεία διάρκεια μπορεί να αφαιρέσει από τον θεραπευτή το όπλο της αναμονής και της ουδετερότητας και να τον οδηγήσει στην αυταπάτη μιας πρώιμης ερμηνευτικής βεβαιότητας, πόσο μάλλον όταν κάποιοι θεραπευόμενοι αντιστεκόμενοι, τείνουν αρχικά να εμφανίσουν έναν ‘‘ευπαρουσίαστο’’ εαυτό (Gilleron, 1991). Είναι επικίνδυνη επίσης μια οικειότητα που μπορεί να στερήσει από τον θεραπευόμενο τη δυνατότητα αποδέσμευσης από τους ‘‘καθωσπρεπικούς’’ καταναγκασμούς που επιβάλει η συνήθης κοινωνική συναναστροφή. Σε αυτό το πλαίσιο δεν παύει να είναι γόνιμη η δημιουργία μιας παραγωγικής ανοικειότητας που θα ευνοήσει τη ροή των μεταβιβαστικών κινήσεων εντός του πλαισίου και είναι σημαντικό ο θεραπευτής ενεργητικά να προετοιμάσει το ερμηνευτικό έδαφος που υποχρεωτικά οφείλει να κινείται κυρίως στο περί-το-Εγώ ψυχικό περιβάλλον. Ο τρόπος σκέψης του θεραπευόμενου όπως ξεδιπλώνεται στις συνεδρίες και οι ψυχικές κινήσεις του παρόντος, που αφορούν τις σχέσεις με τα εξωτερικά αντικείμενα, αλλά και τα εσωτερικά εφόσον είναι εφικτό, πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο της θεραπευτικής αυτής εργασίας (Gilleron, 1991).
Η υιοθέτηση μια τεχνικής που περιλαμβάνει ερμηνείες σχετικές με τη μεταβίβαση στον άξονα των συνδέσεων με την ιστορία του υποκειμένου, είναι κάτι από το οποίο μια βραχεία παρέμβαση απαλλάσσεται σε ένα βαθμό, προωθώντας έτσι κυρίως μια εναλλακτική ερμηνευτική εργασία που κινείται στο περιβάλλον των βασικών συγκρούσεων και των πραγματικών σχέσεων του υποκειμένου (Πανοπούλου-Μαράτου, 2004). Αυστηρή προϋπόθεση για την ανάληψη μιας τέτοιας θεραπείας είναι η επαρκής λειτουργία του ατόμου στο επίπεδο της προσυνειδητής λειτουργίας. Μία βραχεία ψυχοθεραπευτική παρέμβαση ψυχαναλυτικής κατεύθυνσης, οφείλει κυρίως να υποδεχτεί τη δυναμική του ψυχισμού όπως εμφανίζεται στη συνεδρία, εστιάζοντας στη βασική ενδοψυχική σύγκρουση, αποδίδωντας παράλληλα νόημα στην παθολογική ψυχική δομή του πάσχοντος υποκειμένου, και ευνοώντας την optimum αναδιευθέτηση της ψυχικής οργάνωσης, και τον κατά το δυνατόν μετασχηματισμό των πραγματικών σχέσεων.
Συνοψίζοντας, η βραχεία ψυχοθεραπεία ψυχαναλυτικού τύπου, προαπαιτεί τη συνάντηση με τoν θεραπευόμενο στο πεδίο της εξωτερικής πραγματικότητας. Επικεντρώνεται κατά συνέπεια κυρίως στην επεξεργασία των συναισθημάτων ή των σκέψεων που παρεμβαίνουν στις σχέσεις, την επικοινωνία και την καθημερινή λειτουργία του θεραπευόμενου. Για να είναι αποτελεσματική, ο θεραπευτής οφείλει να αναλάβει αμεσότερη δράση προκειμένου να εμπλακεί ο θεραπευόμενος στη θεραπευτική διαδικασία, προχωρώντας ενεργητικά στην ανάλυση των αμυνών με σκοπό την αναδιάταξη του ψυχικού αμυντικού συστήματος προς ωριμότερες εκδοχές. H ψυχαναλυτική θεραπευτική στάση ωστόσο, που διαφυλάττει τον θεμελιώδη κανόνα της αποφυγής της υποστήριξης και της καθοδήγησης μπορεί να αντικατασταθεί από μία σχετικά πιο ευέλικτη και πιο συμμετοχική θέση. Αυτό που οφείλει να είναι απαράβατο είναι η προσωπική ψυχαναλυτική εκπαίδευση και θεραπεία του θεραπευτή, η βασική ψυχαναλυτική ακρόαση της αφήγησης του θεραπευόμενου και η παρακολούθηση των ψυχικών του κινήσεων (Πανοπούλου-Μαράτου, 2004).
Αν και οι μεταβιβαστικές κινήσεις είναι απρόβλεπτες και υποκειμενικές, είναι επιθυμητή η θεραπευτική συμμαχία επί ουδέτερου διϋποκειμενικού εδάφους, προκειμένου να διευρευνηθούν γρήγορα και αποτελεσματικά τα πραγματικά και ψυχικά συμβάντα που μπορεί να ναρκοθετούν την υγιή ψυχική λειτουργία. Τέλος, οι σύντομες ψυχοδυναμικές θεραπευτικές παρεμβάσεις δεν μπορούν παρά να λειτουργούν παράλληλα προς την κατεύθυνση της ευαισθητοποίησης προς μια πιο μακρόπνοη και εν τω βάθει θεραπευτική επένδυση από την πλευρά του αιτούμενου την αλλαγή ατόμου.
Βιβλιογραφία
Balier, C (1998) Ψυχανάλυση της Βίας, Νεφέλη.
Freud, S. (1914) From the History of an Infantile Neurosis, SE, 17.
Freud, S. (1938) An Outline of Psychoanalysis, SE, 23.
Gillieron, E. (1991) Βραχείες Ψυχοθεραπείες και Ψυχανάλυση, Εστία.
Ioannidis, C. (2006) Psychoanalysis and Psychoanalytic Psychotherapy, Psychoanalytic
Psychotherapy, v. 20 (1), pp 30-39.
Ζερβής, Χ. και άλλοι (συλλογικό) (2003) Πέντε Ψυχαναλυτές Μιλούν για τη Σχέση Ψυχανάλυσης
και Ψυχαναλυτικής Ψυχοθεραπείας, Καστανιώτης.
Πανοπούλου-Μαράτου, Ο. (2004) Εκατό χρόνια ψυχανάλυση: το φάσμα των εφαρμογών της,
Ψυχολογία, 11(4), 478-487.